- ἀλλάξιμα
- ἀλλάξιμα (sc. ἱμάτια),A changes of raiment, POxy.1728.2 (iii A. D.), Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλλαξίματα — τα (Α ἀλλάξιμα, τὰ) ενδύματα, ιδίως εσώρουχα, που φορεί κανείς σε αντικατάσταση άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ἄλλαξις ή απευθείας από το ρ. ἀλλάσσω. Η αρχ. λ. ἀλλάξιμα, τά χρησιμοποιείται ως ουσιαστ. κατά παράλειψη τής προσδιοριζόμενης λ. ἱμάτια] … Dictionary of Greek